ξυγκομιδὴ

Count: 1

NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN a gathering in

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συγκομιδὴ NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN 4
συγκομιδή NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN 3
ϲυγκομιδὴ NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN 1
Συγκομιδή NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN 1