παραγενήϲεται

Count: 1

AOR MID 3SG SBJV παραγίγνομαι VERB to come near, attend upon

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

παραγένηται AOR MID 3SG SBJV παραγίγνομαι VERB 108
παραγένηταί AOR MID 3SG SBJV παραγίγνομαι VERB 1
παραγένται AOR MID 3SG SBJV παραγίγνομαι VERB 1
παραγίνεται AOR MID 3SG SBJV παραγίγνομαι VERB 1