διαφέρουϲα

Count: 1

GEN.SG NEUT διαφέρω NOUN to carry through; be different from, excel

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαφέρουϲα NOM.SG FEM διαφέρω ADJ 3
διαφέρουϲα NOM.SG FEM διαφέρω NOUN 1
διαφέρουϲα NOM.PL NEUT διαφέρω ADJ 1
διαφέρουϲα ACC.PL NEUT διαφέρω ADJ 1