Δωρικά

Count: 1

GEN.SG MASC δωρικός NOUN Doric

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Δωρικά NOM.SG FEM δωρικός NOUN 1
Δωρικά NOM.PL NEUT δωρικός NOUN 1
Δωρικά ACC.PL NEUT δωρικός NOUN 1
Δωρικά VOC.SG MASC δωρικός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Δωρικῶς GEN.SG MASC δωρικός NOUN 13
Δωρικῶϲ GEN.SG MASC δωρικός NOUN 11
Δωρικίῶς GEN.SG MASC δωρικός NOUN 1