καταγενήϲονται

Count: 1

PRES MID 3PL IND καταγίγνομαι VERB to abide, dwell

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

καταγίνονται PRES MID 3PL IND καταγίγνομαι VERB 76
καταγίγνονται PRES MID 3PL IND καταγίγνομαι VERB 4
ἃκαταγίνονται PRES MID 3PL IND καταγίγνομαι VERB 1