προϲτακτικόν

Count: 1

ACC.SG NEUT προστακτικός NOUN of or for commanding, imperative, imperious

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

προϲτακτικόν NOM.SG NEUT προστακτικός ADJ 11
προϲτακτικόν ACC.SG NEUT προστακτικός ADJ 10
προϲτακτικόν NOM.SG NEUT προστακτικός NOUN 1