ῥομβοειδεῖ

Count: 1

DAT.SG NEUT ῥομβοειδής NOUN rhomboidal

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ῥομβοειδεῖ DAT.SG NEUT ῥομβοειδής ADJ 2
ῥομβοειδεῖ DAT.SG FEM ῥομβοειδής ADJ 2
ῥομβοειδεῖ DAT.SG MASC ῥομβοειδής ADJ 1
ῥομβοειδεῖ DAT.SG MASC ῥομβοειδής NOUN 1