συμβλητὰ

Count: 1

NOM.PL NEUT συμβλητός PRONOUN comparable, capable of being compared

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συμβλητὰ ACC.PL NEUT συμβλητός ADJ 29
συμβλητὰ NOM.PL NEUT συμβλητός ADJ 17
συμβλητὰ ACC.PL NEUT συμβλητός NOUN 8
συμβλητὰ AOR ACT NOM.PL NEUT PTCP συμβλητός VERB 2
συμβλητὰ NOM.SG FEM συμβλητός NOUN 2
συμβλητὰ NOM.PL NEUT συμβλητός NOUN 2
συμβλητὰ ACC.SG MASC συμβλητός NOUN 2
συμβλητὰ PRES ACT 3SG IND συμβλητός VERB 2
συμβλητὰ AOR MID 3SG SBJV συμβλητός VERB 1
συμβλητὰ NOM.SG FEM συμβλητός ADJ 1