συγγε

Count: 1

ACC.DU MASC συγγίγνομαι NOUN to be with

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συγγε VOC.SG MASC συγγίγνομαι NOUN 2
συγγε NOM.PL MASC συγγίγνομαι NOUN 2
συγγε PRES ACT 2SG IMP συγγίγνομαι VERB 2
συγγε NOM.SG MASC συγγίγνομαι NOUN 1
συγγε VOC.SG MASC συγγίγνομαι ADJ 1