μητροκτόνος

Count: 1

GEN.SG MASC μητροκτόνος NOUN killing one's mother, matricidal

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μητροκτόνος NOM.SG MASC μητροκτόνος ADJ 3
μητροκτόνος NOM.SG FEM μητροκτόνος ADJ 2
μητροκτόνος NOM.SG MASC μητροκτόνος NOUN 2
μητροκτόνος GEN.SG FEM μητροκτόνος ADJ 1
μητροκτόνος NOM.SG FEM μητροκτόνος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

μητροφόντου GEN.SG MASC μητροκτόνος NOUN 2
μητροκτόνου GEN.SG MASC μητροκτόνος NOUN 2