διαίρεϲιϲ

Count: 1

NOM.SG MASC διαίρεσις NOUN a dividing, division

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαίρεϲιϲ DAT.PL FEM διαίρεσις NOUN 9
διαίρεϲιϲ NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 7
διαίρεϲιϲ PRES ACT 2SG OPT διαίρεσις VERB 6
διαίρεϲιϲ DAT.PL MASC διαίρεσις ADJ 2
διαίρεϲιϲ DAT.PL MASC διαίρεσις NOUN 2