Μέρος

Count: 1

GEN.SG MASC μέρος NOUN a part, share

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Μέρος NOM.SG MASC μέρος NOUN 7
Μέρος NOM.SG NEUT μέρος NOUN 5
Μέρος ACC.SG NEUT μέρος NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

Μέρη GEN.SG MASC μέρος NOUN 1
Μερόου GEN.SG MASC μέρος NOUN 1
μέροςτοῦἀγκῶνος GEN.SG MASC μέρος NOUN 1
τουτέστιτριαμέρος GEN.SG MASC μέρος NOUN 1