διαμαρτύρασθαι

Count: 1

PRES MID INF διαμαρτύρομαι VERB to protest solemnly

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαμαρτύρασθαι AOR MID INF διαμαρτύρομαι VERB 24
διαμαρτύρασθαι AOR MID INF διαμαρτύρομαι VERB 8
διαμαρτύρασθαι PRF MID INF διαμαρτύρομαι VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διαμαρτύρεσθαι PRES MID INF διαμαρτύρομαι VERB 8
διαμαρτύραϲθαι PRES MID INF διαμαρτύρομαι VERB 1
διαμαρτυρασθαι PRES MID INF διαμαρτύρομαι VERB 1