συντελεία

Count: 1

NOM.DU FEM συντέλεια NOUN a joint payment, joint contribution for public burdens

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συντελεία ACC.PL NEUT συντέλεια NOUN 4
συντελεία NOM.PL NEUT συντέλεια NOUN 1
συντελεία NOM.SG FEM συντέλεια NOUN 1
συντελεία DAT.SG FEM συντέλεια NOUN 1