σηραγγώδους

Count: 1

ACC.PL MASC σηραγγώδης NOUN full of holes

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

σηραγγώδους GEN.SG FEM σηραγγώδης ADJ 1
σηραγγώδους GEN.SG NEUT σηραγγώδης NOUN 1
σηραγγώδους GEN.SG NEUT σηραγγώδης ADJ 1