Στεφάνουὥς

Count: 1

GEN.SG MASC στέφανος NOUN Stephanus
wreath, crown

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

στεφάνου GEN.SG MASC στέφανος NOUN 178
Στεφάνου GEN.SG MASC στέφανος NOUN 145
ϲτεφάνου GEN.SG MASC στέφανος NOUN 10
στέφανος GEN.SG MASC στέφανος NOUN 6
Στέφανος GEN.SG MASC στέφανος NOUN 4
Στεφάνοιο GEN.SG MASC στέφανος NOUN 4
στεφάνους GEN.SG MASC στέφανος NOUN 2
στεφάνοῦ GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
στεφάνο GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
Στεφάνοιό GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
στεφάνω GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1