κωματώδεες

Count: 1

NOM.PL MASC κωματώδης NOUN lethargic

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κωματώδεες NOM.PL MASC κωματώδης ADJ 26
κωματώδεες NOM.PL FEM κωματώδης ADJ 4
κωματώδεες VOC.PL FEM κωματώδης ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Κωματώδεες NOM.PL MASC κωματώδης NOUN 2
Κωματώδεές NOM.PL MASC κωματώδης NOUN 1