περιώσια

Count: 1

NOM.PL FEM περιώσιος ADJ immense, countless

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

περιώσια ACC.PL NEUT περιώσιος ADJ 7
περιώσια ACC.PL NEUT περιώσιος NOUN 1
περιώσια NOM.PL NEUT περιώσιος ADJ 1
περιώσια NOM.SG NEUT περιώσιος NOUN 1