εὐκίνητοϲ

Count: 1

NOM.SG MASC εὐκίνητος NOUN easily moved

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

εὐκίνητοϲ NOM.SG MASC εὐκίνητος ADJ 4
εὐκίνητοϲ NOM.SG FEM εὐκίνητος ADJ 3

Other Forms With Same Analysis

εὐκίνητος NOM.SG MASC εὐκίνητος NOUN 2
Εὐκίνητος NOM.SG MASC εὐκίνητος NOUN 1
εὐκίνητός NOM.SG MASC εὐκίνητος NOUN 1