διαδέσμοις

Count: 1

DAT.PL NEUT διάδεσμος NOUN connecting band

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαδέσμοις DAT.PL MASC διάδεσμος NOUN 2
διαδέσμοις DAT.PL NEUT διάδεσμος ADJ 1