δυνάμμεις

Count: 1

NOM.PL FEM δύναμις NOUN power, might, strength

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

δυνάμεις NOM.PL FEM δύναμις NOUN 1,140
δυνάμει NOM.PL FEM δύναμις NOUN 39
δυνάμειϲ NOM.PL FEM δύναμις NOUN 15
δυνάμιες NOM.PL FEM δύναμις NOUN 9
δυνάμις NOM.PL FEM δύναμις NOUN 4
Δυνάμεις NOM.PL FEM δύναμις NOUN 2
δυνάμ NOM.PL FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμιές NOM.PL FEM δύναμις NOUN 1
δὲδυνάμεις NOM.PL FEM δύναμις NOUN 1