κατγόρους

Count: 1

NOM.SG MASC κατήγορος NOUN an accuser

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κατήγορος NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 80
κατήγοροϲ NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 3
κατήγορός NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 2