|κοινωνὸς

Count: 1

NOM.SG MASC κοινωνός NOUN a companion, partner

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κοινωνὸς NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 151
κοινωνός NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 42
συγκοινωνὸς NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 14
κοινωνὸϲ NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 1
κοινωνόϲ NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 1