διαίρεσις

Count: 1

PRES ACT 2SG IND διαίρεσις VERB a dividing, division

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαίρεσις NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 924
διαίρεσις ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 7
διαίρεσις FUT ACT 2SG IND διαίρεσις VERB 1
διαίρεσις DAT.PL FEM διαίρεσις NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διαθέϲειϲ PRES ACT 2SG IND διαίρεσις VERB 8
Διαθέϲειϲ PRES ACT 2SG IND διαίρεσις VERB 1
διαιρέϲειϲ PRES ACT 2SG IND διαίρεσις VERB 1
ϲυναίρεϲίϲ PRES ACT 2SG IND διαίρεσις VERB 1