ἐπακτροκέλης

Count: 1

GEN.SG NEUT ἐπακτροκέλης NOUN a light piratical skiff

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐπακτροκέλης GEN.SG FEM ἐπακτροκέλης NOUN 2
ἐπακτροκέλης NOM.SG MASC ἐπακτροκέλης NOUN 2
ἐπακτροκέλης INDECL ἐπακτροκέλης NOUN 1
ἐπακτροκέλης NOM.PL MASC ἐπακτροκέλης NOUN 1