δριμὺ

Count: 1

NOM.SG MASC δριμύς ADJ piercing, sharp, keen

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δριμὺ ACC.SG NEUT δριμύς ADJ 152
δριμὺ NOM.SG NEUT δριμύς ADJ 133
δριμὺ INDECL δριμύς ADV 9
δριμὺ ACC.SG NEUT δριμύς NOUN 2
δριμὺ NOM.SG NEUT δριμύς NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

δριμὺς NOM.SG MASC δριμύς ADJ 61
δριμέος NOM.SG MASC δριμύς ADJ 28
δριμύς NOM.SG MASC δριμύς ADJ 26
δριμύϲ NOM.SG MASC δριμύς ADJ 4
δριμύτερός NOM.SG MASC δριμύς ADJ 2
δριμύτατος NOM.SG MASC δριμύς ADJ 1