διαγωνίους

Count: 1

ACC.PL FEM διαγωνίζομαι NOUN to contend, struggle

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαγωνίους ACC.PL FEM διαγωνίζομαι ADJ 14
διαγωνίους ACC.PL MASC διαγωνίζομαι ADJ 2