περίπολος

Count: 1

NOM.SG MASC περίπολος NOUN going the rounds, patrolling

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

περίπολος NOM.SG FEM περίπολος ADJ 1
περίπολος NOM.SG MASC περίπολος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Περίπολοϲ NOM.SG MASC περίπολος NOUN 1
Περιπόλων NOM.SG MASC περίπολος NOUN 1