κατάσκια

Count: 1

ACC.PL NEUT κατάσκιος NOUN shaded

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατάσκια ACC.PL NEUT κατάσκιος ADJ 5
κατάσκια NOM.PL NEUT κατάσκιος ADJ 2
κατάσκια NOM.PL NEUT κατάσκιος NOUN 1