σατανᾳ

Count: 1

DAT.SG MASC διάβολος NOUN slanderous, backbiting

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαβόλῳ DAT.SG MASC διάβολος NOUN 153
διαβόλω DAT.SG MASC διάβολος NOUN 2
Διαβόλῳ DAT.SG MASC διάβολος NOUN 2
διαβόρῳ DAT.SG MASC διάβολος NOUN 2