μεσημβρία

Count: 1

DAT.SG FEM μεσημβρία NOUN mid-day, noon; south

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μεσημβρία NOM.SG FEM μεσημβρία NOUN 48
μεσημβρία NOM.SG FEM μεσημβρία ADJ 3
μεσημβρία NOM.PL NEUT μεσημβρία NOUN 2
μεσημβρία ACC.PL NEUT μεσημβρία NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

μεσημβρίᾳ DAT.SG FEM μεσημβρία NOUN 76
Μεσημβρίᾳ DAT.SG FEM μεσημβρία NOUN 1
μεσημβρίαι DAT.SG FEM μεσημβρία NOUN 1
μεσημβρίῃ DAT.SG FEM μεσημβρία NOUN 1
μεσημιβρίᾳ DAT.SG FEM μεσημβρία NOUN 1