διαμέτροις

Count: 1

DAT.PL NEUT διάμετρος NOUN diametrically opposed; diameter

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαμέτροις DAT.PL FEM διάμετρος NOUN 9
διαμέτροις DAT.PL NEUT διάμετρος ADJ 7
διαμέτροις DAT.PL FEM διάμετρος ADJ 4
διαμέτροις DAT.PL MASC διάμετρος ADJ 2