πρακτικόν

Count: 1

VOC.SG NEUT πρακτικός NOUN fit for action, fit for business, business-like, practical

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πρακτικόν ACC.SG NEUT πρακτικός ADJ 49
πρακτικόν NOM.SG NEUT πρακτικός ADJ 40
πρακτικόν ACC.SG MASC πρακτικός ADJ 17
πρακτικόν NOM.SG NEUT πρακτικός NOUN 2
πρακτικόν ACC.SG NEUT πρακτικός NOUN 2
πρακτικόν NOM.SG NEUT πρακτικόs ADJ 1