Ταλαίπωρος

Count: 1

NOM.SG MASC ταλαίπωρος ADJ suffering, miserable

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Ταλαίπωρος NOM.SG MASC ταλαίπωρος NOUN 9

Other Forms With Same Analysis

ταλαίπωρος NOM.SG MASC ταλαίπωρος ADJ 56
ταλαίπωροϲ NOM.SG MASC ταλαίπωρος ADJ 5
ταλαίπωρός NOM.SG MASC ταλαίπωρος ADJ 2
ταλαίπωυρος NOM.SG MASC ταλαίπωρος ADJ 1