συνηθεία

Count: 1

ACC.SG FEM συνήθεια NOUN habitual intercourse, acquaintance, society, intimacy

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συνηθεία NOM.SG FEM συνήθεια NOUN 10
συνηθεία ACC.PL NEUT συνήθεια NOUN 7
συνηθεία NOM.DU FEM συνήθεια NOUN 3
συνηθεία DAT.SG FEM συνήθεια NOUN 1
συνηθεία NOM.PL NEUT συνήθεια NOUN 1
συνηθεία NOM.PL NEUT συνήθεια ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

συνήθειαν ACC.SG FEM συνήθεια NOUN 529
ϲυνήθειαν ACC.SG FEM συνήθεια NOUN 32
συνήθειάν ACC.SG FEM συνήθεια NOUN 7
ϲυνήθειάν ACC.SG FEM συνήθεια NOUN 2
συνηθειαν ACC.SG FEM συνήθεια NOUN 1
συνηθείην ACC.SG FEM συνήθεια NOUN 1
ϲυνήθείαν ACC.SG FEM συνήθεια NOUN 1