μεγαλόφρονες

Count: 1

NOM.PL MASC μεγαλόφρων NOUN high-minded, noble, generous

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μεγαλόφρονες NOM.PL MASC μεγαλόφρων ADJ 8
μεγαλόφρονες NOM.PL FEM μεγαλόφρων ADJ 5
μεγαλόφρονες COMP NOM.PL MASC μεγαλόφρων ADJ 1
μεγαλόφρονες VOC.PL FEM μεγαλόφρων ADJ 1
μεγαλόφρονες NOM.PL FEM μεγαλόφρων NOUN 1