γλισχρότητά

Count: 1

NOM.SG FEM γλισχρότης NOUN stickiness

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γλισχρότητά ACC.SG FEM γλισχρότης NOUN 4
γλισχρότητά ACC.SG FEM γλισχρότης ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

γλισχρότης NOM.SG FEM γλισχρότης NOUN 36