δάκτυλος᾿

Count: 1

NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN a finger

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

δάκτυλος NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 136
δάκτυλοϲ NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 14
δακτύλιός NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 6
Δάκτυλος NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 6
δάκτυλός NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 4
δάκτυλον NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 1