παραλληλογράμμων

Count: 1

NOM.SG FEM παραλληλόγραμμος NOUN bounded by parallel lines

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

παραλληλογράμμων GEN.PL NEUT παραλληλόγραμμος ADJ 46
παραλληλογράμμων GEN.PL NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 13
παραλληλογράμμων GEN.PL FEM παραλληλόγραμμος ADJ 4
παραλληλογράμμων GEN.PL MASC παραλληλόγραμμος ADJ 2
παραλληλογράμμων NOM.SG MASC παραλληλόγραμμος ADJ 1
παραλληλογράμμων NOM.PL MASC παραλληλόγραμμος NOUN 1