μαθηταῖσιν

Count: 1

DAT.PL MASC μαθητής NOUN a learner, pupil

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

μαθηταῖς DAT.PL MASC μαθητής NOUN 681
συμμαθηταῖς DAT.PL MASC μαθητής NOUN 2
μαθηταῖσι DAT.PL MASC μαθητής NOUN 1
μαθηταὶς DAT.PL MASC μαθητής NOUN 1
Μαθηταῖς DAT.PL MASC μαθητής NOUN 1
μαθηταῖϲι DAT.PL MASC μαθητής NOUN 1
Μαθηταῖϲι DAT.PL MASC μαθητής NOUN 1
μαθηταῖϲ DAT.PL MASC μαθητής NOUN 1
συνμαθηταῖς DAT.PL MASC μαθητής NOUN 1
μαθητοῖς DAT.PL MASC μαθητής NOUN 1