διαγωνἰξεσθαι

Count: 1

FUT MID INF διαγωνίζομαι VERB to contend, struggle

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαγωνιεῖσθαι FUT MID INF διαγωνίζομαι VERB 8
διαγωνιεῖϲθαι FUT MID INF διαγωνίζομαι VERB 1
διαγωνιεῖσθʼ FUT MID INF διαγωνίζομαι VERB 1