διαφθαρεῖται

Count: 1

FUT MID 3SG IND διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαφθαρήσεται FUT MID 3SG IND διαφθείρω VERB 17
διαφθείρεται FUT MID 3SG IND διαφθείρω VERB 4
διαφθαρήσεταί FUT MID 3SG IND διαφθείρω VERB 1