καταγέλαϲτον

Count: 1

NOM.SG NEUT καταγέλαστος ADJ ridiculous, absurd

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καταγέλαϲτον AOR ACT NOM.SG MASC PTCP καταγέλαστος VERB 1
καταγέλαϲτον AOR ACT 1SG IND καταγέλαστος VERB 1

Other Forms With Same Analysis

καταγέλαστον NOM.SG NEUT καταγέλαστος ADJ 56
καταγέλαστόν NOM.SG NEUT καταγέλαστος ADJ 11
καταγελαϲτότατον NOM.SG NEUT καταγέλαστος ADJ 1