πτολίπορθοϲ

Count: 1

NOM.SG MASC πτολίπορθος NOUN sacking cities

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πτολίπορθοϲ NOM.SG MASC πτολίπορθος ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

πτολίπορθος NOM.SG MASC πτολίπορθος NOUN 1
Πτολίπορθοϲ NOM.SG MASC πτολίπορθος NOUN 1
Πτολαρίων NOM.SG MASC πτολίπορθος NOUN 1