συμπότας

Count: 2

NOM.SG MASC συμπότης NOUN a fellow-drinker, boon-companion

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συμπότας ACC.PL MASC συμπότης NOUN 17

Other Forms With Same Analysis

συμπότης NOM.SG MASC συμπότης NOUN 15
ξυμπότης NOM.SG MASC συμπότης NOUN 2