καταγέλαϲτοϲ

Count: 1

NOM.SG MASC καταγέλαστος ADJ ridiculous, absurd

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καταγέλαϲτοϲ NOM.SG MASC καταγέλαστος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

καταγέλαστος NOM.SG MASC καταγέλαστος ADJ 65
καταγέλαστός NOM.SG MASC καταγέλαστος ADJ 5
καταγελαϲτότατοϲ NOM.SG MASC καταγέλαστος ADJ 1