ἐπιτήδειά

Count: 1

NOM.SG FEM ἐπιτήδειος ADJ suitable; useful, necessary; deserving; associate

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐπιτήδειά NOM.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ 8
ἐπιτήδειά ACC.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ 3
ἐπιτήδειά ACC.PL NEUT ἐπιτήδειος NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

ἐπιτήδειος NOM.SG FEM ἐπιτήδειος ADJ 60
ἐπιτηδεία NOM.SG FEM ἐπιτήδειος ADJ 50
ἐπιτήδειός NOM.SG FEM ἐπιτήδειος ADJ 14
ἐπιτήδειοϲ NOM.SG FEM ἐπιτήδειος ADJ 4
ἐπιτήδεια NOM.SG FEM ἐπιτήδειος ADJ 2
consilio NOM.SG FEM ἐπιτήδειος ADJ 1
άνεπιτήδειος NOM.SG FEM ἐπιτήδειος ADJ 1
ἐπιτηδειοτάτη NOM.SG FEM ἐπιτήδειος ADJ 1