διαιτητοῦ

Count: 1

GEN.SG FEM διαιτητής NOUN an arbitrator, umpire

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιτητοῦ GEN.SG MASC διαιτητής NOUN 19
διαιτητοῦ PRES MID 2SG IMP διαιτητής VERB 2
διαιτητοῦ IMPRF MID 2SG IND διαιτητής VERB 1
διαιτητοῦ GEN.SG MASC διαιτητής ADJ 1