κατήγορος

Count: 1

NOM.SG FEM κατήγορος NOUN an accuser

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατήγορος NOM.SG MASC κατήγορος ADJ 137
κατήγορος NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 80
κατήγορος NOM.SG FEM κατήγορος ADJ 5