ξυνήγοροϲ

Count: 1

NOM.SG MASC συνήγορος NOUN speaking with, of the same tenor with

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συνήγορος NOM.SG MASC συνήγορος NOUN 17
ϲυνήγοροϲ NOM.SG MASC συνήγορος NOUN 4
ξυνήγορος NOM.SG MASC συνήγορος NOUN 3
συνήγορ NOM.SG MASC συνήγορος NOUN 1
Συνήγοροϲ NOM.SG MASC συνήγορος NOUN 1